ἐπινόει

ἐπινόει
ἐπινοέω
think on
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπινοέω
think on
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐπινοέω
think on
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἐπινοέω
think on
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπινοεῖ — ἐπινοέω think on pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπινοέω think on pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπινοέω think on pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπινοέω think on pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινοητικός — ή, ό επίρρ. ά που έχει την ικανότητα να επινοεί, που εύκολα επινοεί, εφευρετικός, πολυμήχανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • δικορράπτης — και δικορράφος, ο (Α) αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + ράπτης < ράπτω δικορράφος < δίκη + ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)] …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επινοητής — ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) [επινοώ] 1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης 2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επινοητικός — ή, ό (Α ἐπινοητικός, ή, όν) [επινοώ] αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος αρχ. (για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου. επίρρ... επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς) κατ’ επινόηση, εφευρετικά …   Dictionary of Greek

  • ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… …   Dictionary of Greek

  • ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… …   Dictionary of Greek

  • ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”